- διμοιρίτης
- ο (AM διμοιρίτης) [διμοιρία]αρχηγός διμοιρίαςνεοελλ.στρατιώτης που ανήκει σε διμοιρίαμσν.διμορῑταιονομασία τών οπαδών τού αιρετικού Απολλιναρίου Λαοδικείαςαρχ.αυτός που παίρνει διπλό μισθό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διμοιρίτης — one who receives double pay masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διμοιρίτης — ο ο επικεφαλής αξιωματικός της διμοιρίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διμοιριτῶν — διμοιρίτης one who receives double pay masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διμοιρίτην — διμοιρίτης one who receives double pay masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διμοιρίτου — διμοιρίτης one who receives double pay masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διμοιρίτας — διμοιρίτᾱς , διμοιρίτης one who receives double pay masc acc pl διμοιρίτᾱς , διμοιρίτης one who receives double pay masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… … Dictionary of Greek
απογεμίζω — και απογιομίζω ισα, ίστηκα, ισμένος 1. ξεγεμίζω, αδειάζω: Ο διμοιρίτης έδωσε την εντολή να απογεμίσουν τα όπλα τους. 2. συμπληρώνω το γέμισμα, παραγεμίζω: Απογέμισαν όλα τα πιθάρια του σπιτιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)